αποφυγη

αποφυγη
    ἀποφυγή
    ἀπο-φῠγή
    ἥ тж. pl.
    1) избежание, избавление, спасение
    

(κακῶν Plat.)

    2) избавление, убежище
    

(ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποφυγη" в других словарях:

  • ἀποφυγῇ — ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφυγή — η (AM ἀποφυγή) [αποφεύγω] το να αποφεύγει κάποιος κάτι αρχ. 1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια 2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • αποφυγή — η το να αποφεύγει κανείς κάτι ή να ξεφεύγει, να γλιτώνει από κάτι: Είχε ως αρχή την αποφυγή των προστριβών με τους συγγενείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποφύγῃ — ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγῆι — ἀποφυγῇ , ἀποφυγή escape fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφύγηι — ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj mp 2nd sg ἀποφύγῃ , ἀποφεύγω flee from aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγαῖς — ἀποφυγή escape fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγαί — ἀποφυγή escape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγῆς — ἀποφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφυγήν — ἀποφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»